- γυροφέρνω
- 1. αμετ.1) бродить, шататься, слоняться; 2) перен. крутить, вилять; 2. μετ. перен. обхаживать (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυροφέρνω — γυροφέρνω, γυρόφερα βλ. πίν. 226 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γυροφέρνω — 1. περιφέρομαι 2. εξοικονομώ τα προς το ζην 3. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι 4. περιποιούμαι κάποιον για να πετύχω κάτι 5. απαντώ με υπεκφυγές … Dictionary of Greek
γύρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * ο (Α γῡρος, Μ γύρος) 1 … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
τριγυρίζω — και τριγυρνώ τριγύρισα, τριγυρίστηκα, τριγυρισμένος 1. αμτβ., περπατώ τριγύρω, περιφέρομαι, κάνω βόλτες: Τριγυρίζει στους δρόμους. 2. μτβ., περιβάλλω, περιζώνω: Τριγύρισε το χωράφι με φράχτη. 3. μτβ., γυροφέρνω κάποιον επίμονα αποβλέποντας σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)